- φτωχεύω
- φτώχεψα, φτωχεμένος1. αμτβ., γίνομαι φτωχός, φτωχαίνω.2. (νομ.), έρχομαι σε κατάσταση φτώχεψης (βλ. λ.), δεν μπορώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, χρεοκοπώ, φαλίρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.